- εκκρήμναμαι
- ἐκκρήμναμαι (Α)κρεμιέμαι από κάπου, εξαρτιέμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκκρήμναται — ἐκκρήμναμαι hang on to pres ind mp 3rd sg ἐκκρήμναμαι hang on to pres ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεκρήμνασαν — ἐκκρήμναμαι hang on to imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)